
Η λαϊκιστική σύγκρουση λαού και ελίτ, λαού και κατεστημένου, δημιουργεί μια συνθήκη διαρκούς αγώνα. Είναι ουσιαστικά η πάλη του λαού/έθνους για την αναγνώριση της κυριαρχίας του. Κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί μέσα από την διαρκή αλλαγή των υφιστάμενων θεσμών αλλά και την προοδευτική μεταβολή της πολιτικής κουλτούρας κατά τις εκάστοτε κρίσιμες καμπές. Για αυτόν τον λόγο η προοδευτική ιδεολογία είναι μια δυναμική και διαδραστική ιδεολογία, που αλλάζει, προσαρμόζεται και μεταβάλλεται ανάλογα με τις διαθέσεις του κοινωνικού υποκειμένου. Αυτή η κατάσταση, σε καμία περίπτωση, δεν είναι καιροσκοπική. Αντιθέτως είναι ακριβώς η γνήσια αντιπροσώπευση της λαϊκής θέλησης.
Ένα κλασσικό παράδειγμα αυτού του δυναμικού χαρακτήρα της προοδευτικής παράταξης είναι η ίδια η Μεταπολίτευση, όπως αποτυπώνεται στην λαϊκή συνείδηση και στο λαϊκό υποκείμενο. Ξεκινώντας από την μετεμφυλιακή περίοδο, το κράτος της εθνικοφροσύνης ήταν ένα κράτος χωρίς λαό[1]. Παρόλαυτα, η κατάσταση αυτή δεν αποτελούσε έλλειμα λαού αλλά μια υπαρκτή, πρωτοβάθμια και μερικευτική λαϊκή εκπροσώπηση[2].
Στο μετεμφυλιακό κράτος, ο λαός νοούνταν απλά ως πληθυσμός και πράγματι ήταν παρών. Ενσάρκωνε ο ίδιος την μετεμφυλιακή πολιτική. Ωστόσο ήταν εκτός κράτους το πολιτικό έθνος, ο πολιτικός λαός, ο λαός δηλαδή που είναι πολιτικά συγκροτημένος και έχει εδραία υποκειμενικότητα ως φυσική βάση της δημοκρατίας[3]. Σύμφωνα με αυτήν την λογική, το κράτος χωρίς λαό σήμαινε ότι το σύνολο των αστικών πολιτικών δυνάμεων της περιόδου, με άλλα λόγια οι νικητές του Εμφυλίου, λειτουργούσαν αποτρεπτικά ως προς την σύσταση του πολιτικού λαού, ακριβώς διότι αυτός είναι ο πραγματικός λαός, σε αντίθεση με την ύπαρξη της λαϊκής πολυπληθούς τάξης-στήριγμα της δημοσιουπαλληλίας[4].

Το εθνικόφρων καθεστώς διατηρούσε έναν προ πολιτικό, προδημοκρατικό και προφιλελεύθερο λαό. Αυτός ο λαός, ο λαός της εθνικοφροσύνης, ήταν ανώριμος, σιωπηλός, παθητικός, δεν γνώριζε το ίδιο του το συμφέρον, χειραγωγείται εύκολα και δεν ήταν τίποτα άλλο από έναν υπηρεσιακό λαό, ένα υπηρεσιακό έθνος[5]. Έτσι ακριβώς ερμήνευαν τον λαό τα κόμματα της εθνικοφροσύνης. Αυτό δεν σημαίνει ότι ήταν έτσι. Αντιθέτως ο λαός, ο πολιτικός λαός, ο λαός των συνθημάτων, συμπιεζόταν μέσα σε αυτά τα στενά πλαίσια αντιπροσωπευτικότητας του κοινωνικοπολιτικού συστήματος, που παραμόρφωναν, παραγνώριζαν και ανέτρεπαν την λαϊκή θέληση.
Η ανάγκη αποσυμπίεσης και μετάβασης από τον προπολιτικό παθητικό λαό στον πολιτικό λαό κορυφώνεται στην πολιτική εθνική κρίση του 1965, προαναγγέλοντας την λεγόμενη Μεταπολίτευση, που ανέδειξε νέες πολιτικές σχέσεις, νέες ερμηνείες και αντιλήψεις για τον λαό και τον ρόλο του στο πολιτικό σύστημα.
Σε αντίθεση με τον εθνοτικό λαό της εθνικοφροσύνης[6], που συντηρείται από το κλέος και την ιδιαιτερότητα του παρελθόντος, ο λαός των Ιουλιανών και μετέπειτα η γενιά του Πολυτεχνείου είναι ένας δημοκρατικός λαός. Επιθυμεί να αυτοθεσμίζεται ως το κυρίαρχο υποκείμενο από το οποίο πηγάζει αποκλειστικά η ίδια η εξουσία, ο κάθε νόμος και ο κάθε θεσμός. Αυτή η λαϊκή υποκειμενικότητα, σύμφωνα με τον Α. Πανταζόπουλο, είναι το θεμέλιο κάθε δημοκρατικής εξουσίας, όχι μέσω ενός καθεστώτος αλλά μέσω μιας εδραίας νοηματοδοτικής σχέσης.
Αυτός ο λαός δεν μπορεί να μην είναι διαρκώς εν κινήσει. Έχει ως κύριο μέλημα διαρκώς την περίθαλψη της ίδιας του της κεντρικότητας. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, αυτός ο λαός είναι λαός πραγματικός καθώς, σε αντίθεση με τον εθνικόφρονα λαό, δεν είναι προϊόν μυθοπλασίας, ούτε τεχνητή ιδέα. Είναι το ατόφιο λαϊκό υποκείμενο, η πηγή των πάντων.
Η Μεταπολίτευση έφερε αυτό το λαϊκό υποκείμενο στο προσκήνιο, το απελευθέρωσε από την πίεση του εθνικόφρονος (παρα)συστήματος εξουσίας. Αυτή η μεταβολή του ρόλου του λαού και της ελληνικής (λαϊκής) πολιτικής κουλτούρας, η αλλαγή ως διαρκής αγώνας, κατά την κρίσιμη καμπή των Ιουλιανών και κατά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας τον Ιούλιο του 1974, ήταν προϊόν της ριζοσπαστικής δυναμικότητας της προοδευτικής παράταξης, που εκφράστηκε κυρίως μέσω της πολιτικής διακήρυξης του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος στις 3 Σεπτεμβρίου 1974.

[1]Ελεφάντης, Α. όπως αναφέρεται στο Πανταζόπουλος, Α. (2011). Λαϊκισμός και Εκσυγχρονισμός, 1965-2005: Απορίες και κίνδυνοι μιας μαχητικής συμβίωσης. Εκδόσεις Εστία. Σελ. 58. Αθήνα
[2] Πανταζόπουλος, Α. (2011). Λαϊκισμός και Εκσυγχρονισμός, 1965-2005: Απορίες και κίνδυνοι μιας μαχητικής συμβίωσης. Εκδόσεις Εστία. Σελ. 58-59. Αθήνα
[3] Το ίδιο. Σελ. 60
[4] Κατά Ελεφάντη.
[5] Το ίδιο. Σελ. 67
[6] Το ίδιο. Σελ. 70
Διευθυντής της Εναλλακτικής
Γεννήθηκε στις 2 Ιανουαρίου 2000 στην Περαία Θεσσαλονίκης με καταγωγή από την Χρυσούπολη Καβάλας. Στην Θεσσαλονίκη τελείωσε Γυμνάσιο και Λύκειο, ενώ στην συνέχεια ξεκίνησε τις σπουδές του στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Το 2018 εκδόθηκε από τις Εκδόσεις ΟΣΤΡΙΑ το μυθιστόρημα του ΡΙΖΕΣ ΕΝΟΣ ΕΦΙΑΛΤΗ.
Τον Μάρτιο του 2020 εκδόθηκε από τις εκδόσεις iWrite, το δοκίμιο πολιτικής ανάλυσης του “Αλέξης Τσίπρας: Η τετραετία της ωρίμανσης”.
Έχει έντονο ενδιαφέρον για την πολιτική, ενώ τα άρθρα του περιστρέφονται γύρω αντικείμενο της πολιτικής ανάλυσης και των κομματικών σχηματισμών.
Το Μάρτιο του 2019 μαζί με μια ολιγομελή ομάδα φοιτητών ίδρυσε την Εφημερίδα “Εναλλακτική”- Η Προοδευτική Ενημέρωση